- ταντάλιο(ν)
- το хим. тантал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταντάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ta. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 73, ατομικό βάρος 180,95, ένα σταθερό ισότοπο και δύο ραδιενεργά. Στη φύση βρίσκεται σε διάφορα ορυκτά και συνοδεύεται, γενικά,… … Dictionary of Greek
νιόβιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Nb. Ανήκει στην πέμπτη ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 41, ατομικό βάρος 92,91, ένα σταθερό ισότοπο (Nb93) και δέκα ακτινεργά ισότοπα, με αριθμό μάζας από 89 έως 99. Βρίσκεται στη… … Dictionary of Greek
τανταλικός — (I) ή, ό / τανταλικός, ή, όν, ΝΑ [Τάνταλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάνταλο, ταντάλειος («Τανταλικῇ κολάσει», Μαν.). (II) ή, ό, Ν χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χημικό στοιχείο ταντάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταντάλιο. Η λ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
τανταλίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ορυκτό οξείδιο τού σιδήρου, τού μαγγανίου και τού τανταλίου, με σιδηρόμαυρο χρώμα και λιπαρή, υπομεταλλική λάμψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tantalite < tantalum (βλ. λ. ταντάλιο)] … Dictionary of Greek
υπεραγωγιμότητα — Φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει απότομα στο μηδέν η ηλεκτρική αντίσταση μερικών μετάλλων, όταν οδηγηθούν σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες· η θερμοκρασία στην οποία πραγματοποιείται η πτώση της αντίστασης ενός δεδομένου υλικού καλείται κρίσιμη… … Dictionary of Greek
υτ(τ)ροτανταλίτης — ο, Ν (ορυκτ.) τανταλικό ορυκτό τού υττρίου το οποίο περιέχει και μικρή ποσότητα ουρανίου, σιδήρου και νιοβίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. yttrotantalite < yttro (βλ. ύττριο) + tantalite < (tantalum «ταντάλιο» [< Τάνταλος] + κατάλ. ίτης). Η λ.,… … Dictionary of Greek
αλβιτίτης — (albitite). Κρυσταλλοκοκκώδες πέτρωμα, που αποτελείται κυρίως από κοκκώδες μείγμα αλβίτη και μερικές φορές περιέχει ακόμα χαλαζία, μοσχοβίτη και ακμίτη. Σε πολλά μέρη της Βόρειας Αμερικής υπάρχουν χρυσοφόροι α. που διασχίζουν τα διοριτικά… … Dictionary of Greek
Μπερτσέλιους, Γενς Γιάκομπ — (Jens Jakob Berzelius, Βεβερσούντα, Σέργκαρντ 1779 – Στοκχόλμη 1848). Σουηδός χημικός. Σπούδασε αρχικά ιατρική, την οποία άσκησε για μια μικρή περίοδο, και ύστερα χημεία στην Ουψάλα· υπήρξε καθηγητής της χημείας στην ιατρική σχολή της Στοκχόλμης… … Dictionary of Greek
Μπουρούντι — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Ρουάντα, στα Α και στα Ν με την Τανζανία και στα Δ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). Βρέχεται στα Δ από τη λίμνη Τανγκανίκα.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς διέξοδο προς τη… … Dictionary of Greek
Σουάν Γιόζεφ Ουίλσον — (Swan). Άγγλος χημικός και ηλεκτροτεχνίτης (Σάντερλαντ 1828 Ουάρλιγκαμ 1914). Ήταν υπάλληλος σε εργοστάσιο χημικών προϊόντων στο Νιουκάσελ. Ο Σ. πρώτος χρησιμοποίησε το 1862 το «καρμπόν» και το χαρτί φωτογραφίας εμποτισμένο σε βρώμιο. Υπήρξε… … Dictionary of Greek